Dictionary of Greek. 2013.
θεώρητρα — θεώρητρα, τὰ (ΑΜ, Μ και θεώρετρα) [θεωρώ] γαμήλια δώρα που προσφέρονταν πριν από τον γάμο από τον γαμπρό στη νύφη … Dictionary of Greek